- ψυχολογία
- Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο προσδιορίστηκε με διαφορετικούς όρους από τους διάφορους συγγραφείς (επιστήμη των γεγονότων της συνείδησης κατά τον Βουντ, επιστήμη της συμπεριφοράς κατά τον Ουάτσον κ.ά.). Αφού αποσπάστηκε από τη φιλοσοφία σε σχετικά πρόσφατη εποχή, η ψ. από θεωρητική έγινε εμπειρική επιστήμη οπότε αναγκάστηκε να καθορίσει τόσο το αντικείμενό της όσο και τις μεθόδους της. Αντικείμενο της νεότερης ψυχολογικής έρευνας είναι η μελέτη της ψυχοφυσικής ενότητας του ατόμου, στα συνειδητά και ασυνείδητα χαρακτηριστικά της και στις εξωτερικές της πλευρές, που εκδηλώνονται στη συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, η ψ. μελετά τα ιδιαίτερα ψυχοφυσικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί, αισθάνεται, αντιλαμβάνεται, φαντάζεται, προσαρμόζεται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Η νεότερη ψ. αποκλείει από τον χώρο της φιλοσοφικά και ηθικά στοιχεία, που συνδέονται με τα μεταφυσικά προβλήματα του πνεύματος (π.χ. καταγωγή της ψυχής, σκοπός της ύπαρξης κλπ.) και δέχεται ότι η ψυχική ενέργεια συνδέεται στενά με τις οργανικές λειτουργίες (π.χ. τις εγκεφαλικές) που διέπονται από φυσικοχημικούς νόμους.
Η βιολογία και η φυσιολογία από το ένα μέρος και οι κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες από το άλλο προσφέρουν συνεπώς τα δεδομένα για την ψυχολογική έρευνα, που έχει ως αντικείμενό της ένα άτομο με ιδιαίτερες αντιδράσεις, όχι μόνο του φυσικού οργανισμού του και του είδους στο οποίο ανήκει, αλλά και του ειδικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει και της προσωπικής ιστορίας που έζησε. Για την εξερεύνηση των ψυχολογικών χαρακτηριστικών η ψ. χρησιμοποιεί την υποκειμενική μέθοδο της ενδοσκόπησης ή αυτοπαρατηρησίας και την αντικειμενική μέθοδο, δηλαδή της παρατήρησης των αντιδράσεων του υποκειμένου (ατόμου ή ομάδας) που υποβάλλεται σε ορισμένους ερεθισμούς. Η συστηματική παρατήρηση των αντιδράσεων του υποκειμένου σε ερεθισμούς που μεταβάλλονται συστηματικά αποτελεί την ουσία της πειραματικής μεθόδου, που άρχισε με τον Γαλιλαίο και πέρασε στην ψ. από τον Βίλχελμ Βουντ. Με τη μέθοδο αυτή είναι επίσης δυνατός ο έλεγχος των δεδομένων που προκύπτουν από την ενδοσκόπηση και τη μελέτη της συμπεριφοράς.
Ιστορικά στοιχεία. Μολονότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν πάντοτε για τα προβλήματα της ψυχής και του θανάτου, για την προέλευση του φόβου τους, για τη σημασία των ονείρων, η παράδοση συμφωνεί στο να θεωρεί το Περί ψυχής έργο του Αριστοτέλη έως την πρώτη μελέτη ψυχολογίας. Στο έργο αυτό, συγκεντρώνονται όλες οι γνώμες εκείνων που είχαν ασχοληθεί μέχρι τότε με το θέμα, ο Αριστοτέλης, μολονότι ενδιαφέρεται για τις βιολογικές βάσεις της ψυχικής ζωής και της εξέλιξής της, προϋποθέτει μια αναγκαία ουσία, από την οποία συνάγει τα επιμέρους γεγονότα και έτσι στηρίζει τη λογική ή φιλοσοφική ψ. που θα κυριαρχήσει στη θεωρητική σκέψη έως τον 19ο αι., αλλά που έπαψε πλέον να έχει οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα για την εξέλιξη της νεότερης ψυχολογίας. Αυτή πραγματικά, ως αυτόνομη επιστήμη, κατάγεται από την πειραματική μέθοδο, βρίσκει τις θεωρητικές προϋποθέσεις της κυρίως την αγγλική εμπειριοκρατική γνωσιολογία, που θεωρεί τον ψυχικό κόσμο ως απλή συνειρμική διαδικασία γνώσης, και γεννήθηκε μέσα στο ουσιαστικά αιτιοκρατικό κλίμα του θετικισμού. Η συνειρμική θεωρία, που θεωρεί ότι κάθε ψυχική διαδικασία αποτελείται από ένα σύνολο στοιχείων συνδεδεμένων μεταξύ τους κατά μηχανικό τρόπο, εμφανίστηκε τον 18o αι. στην Αγγλία κυρίως με τον Ντ. Χάρτλεϊ, αλλά βρήκε την πραγματική συστηματοποίησή της στον χώρο του θετικισμού και της θεωρίας τής εξέλιξης. Η έρευνα των ψυχολογικών προβλημάτων, που έως τον 19o αι. ενδιαφερόταν κατά παράδοση με την ενδοσκόπηση και τη μεταφυσική πνευματοκρατία, πήρε τη μορφή θετικής επιστήμης, αναγνωρίζοντας τη στενή σχέση που συνδέει τα ψυχικά με τα φυσικά γεγονότα μέσω του νευρικού συστήματος και την ανάγκη εισαγωγής συγκεκριμένων οργάνων μέτρησης. Ειδικότερα, η βασική θεωρητική δομή της νέας αυτής επιστήμης στηρίζεται στη μελέτη των γεγονότων της συνείδησης, στη λειτουργική σύνδεσή τους με τα φυσιολογικά φαινόμενα, στην τάση να αναλύονται στα έσχατα στοιχεία τους (αισθήσεις, στοιχειώδη ένστικτα, συγκινήσεις) τα φαινόμενα και να εξηγούνται τα πιο περίπλοκα με τον συνδυασμό των στοιχείων αυτών, στην παραδοχή μεθόδων με περιγραφικό χαρακτήρα (παρατήρηση, πειραματισμός, μαθηματικός υπολογισμός), κατ’ ανάλογο τρόπο προς τις άλλες εμπειρικές επιστήμες. Δεν είναι τυχαίο ότι η νέα επιστημονική ψ. γεννήθηκε ως ψυχοφυσική και οι πρώτες μελέτες –τα Στοιχεία ψυχοφυσικής (1860) του Φέχνερ και οι Μελέτες επί της θεωρίας της διά των αισθήσεων αντιλήψεως (1862) του Βουντ– εκδόθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με το έργο του Δαρβίνου Η καταγωγή των ειδών (1859). Στην ίδια περίοδο ανήκουν επίσης οι σημαντικές ανακαλύψεις των Χέλμχολτς, Βέμπερ και Φέχνερ: ο πρώτος μέτρησε την ταχύτητα της νευρικής μεταβίβασης· ο δεύτερος διετύπωσε τον νόμο της σχέσης μεταξύ ερεθισμού και αισθήματος· ο τρίτος προσέφερε τον μαθηματικό τύπο του νόμου αυτού. Ο Βίλχελμ Βουντ, μαθητής του Χέλμχολτς, μολονότι ήταν ακόμα έως ένα βαθμό δεμένος με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης, επέμεινε στη μελέτη των γεγονότων.
Από την ανάγκη της προσφυγής στο πείραμα και στη μέτρηση, ίδρυσε το πρώτο εργαστήριο πειραματικής ψ. στη Λειψία το 1879 και άσκησε σημαντική επίδραση πάνω σε πολλούς μελετητές, που συγκεντρώθηκαν γύρω του από διάφορες χώρες. Μεταξύ αυτών ήταν οι Αμερικανοί Τζέιμς Μακ Κιν Κάτελ, που ήταν επίσης συνεργάτης του Φράνσις Γκόλτον στην Αγγλία, και Στάνλεϊ Χολ. Ο τελευταίος το 1883 ίδρυσε ανάλογο εργαστήριο στο πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς της Βαλτιμόρης, που απέκτησε θεμελιώδη σημασία για τη γέννηση και την ανάπτυξη της αμερικανικής ψ. Ο Βουντ δημιούργησε ένα μεγαλειώδες σύστημα της νέας επιστήμης, που εκτείνεται από την πειραματική ψ. έως την ψ. των λαών, από την οποία περίμεναν την ερμηνεία των περισσότερο περίπλοκων ψυχικών λειτουργιών. Συγχρόνως στη Γαλλία, χάρη στον Τεοντίλ Ριμπό, η ψ. αναγνωρίστηκε επίσημα στον ακαδημαϊκό χώρο. Ένθερμος υποστηρικτής της σημασίας της φυσιολογίας, ο Ριμπό έγινε ο θεωρητικός της νέας επιστήμης, σε μια προσπάθεια να ολοκληρώσει τις προσπάθειες που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στην εποχή του στις άλλες χώρες. Χαρακτηριστικές είναι οι εισαγωγές στα έργα του Σύγχρονη αγγλική ψυχολογία (1870) και Σύγχρονη γερμανική ψυχολογία (1879), αληθινά μανιφέστα της επιστημονικής ψ., που από την αρχή του 20ού αι. βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, όπως δείχνουν η δημιουργία νέων εργαστηρίων και η έκδοση ειδικών περιοδικών στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες (L’ Année Psychologique στη Γαλλία, Zeitschrift fόr Psychologie στη Γερμανία, American Journal of Psychology στις ΗΠΑ), καθώς και οι ανακοινώσεις που γίνονται σε διεθνή συνέδρια. Η εξέταση των θεμάτων που απασχόλησαν τα πρώτα διεθνή συνέδρια πειραματικής ψ. αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη της επιστήμης αυτής. Από τον φυσιολογικό συνειρμό, που κυριαρχούσε στο A’ συνέδριο που έγινε στο Παρίσι το 1889 υπό την προεδρία του Σαρκό, φτάνουμε μετά 4 χρόνια, στο συνέδριο του Λονδίνου, σε ανακοινώσεις για τα προβλήματα της γενετικής ψ. (Βίλχεμ Πράιερ και Τζέιμς Μπόλντουιν), για τη φύση των αισθημάτων (Χούγκο Μίνστερμπεργκ), για την ενδοσκόπηση (Αλεξάντερ Μπέιν), καθώς και στην εγκατάλειψη του επιθέτου πειραματική, στο συνέδριο του Μονάχου του 1896, γιατί κρίθηκε πολύ περιοριστικό. Από τότε γίνεται λόγος μόνο για ψ. χωρίς άλλα προσδιοριστικά του όρου και το πεδίο έρευνας απλώθηκε στην εφαρμοσμένη ψ., που έκανε την πρώτη της εμφάνιση στις μελέτες του Χέρμαν Εμπινγκχάους πάνω στη μέθοδο μέτρησης της κόπωσης των μαθητών, στην ψ. των ζώων και στη θρησκευτική ψ., στην παιδική ψ. (Αλφρέ Μπινέ) και στην κοινωνική ψ. Από τα εργαστήρια ψυχοφυσικής, η ψυχολογική έρευνα απλώθηκε έτσι σε όλους τους τομείς της ζωής των ανθρώπων και των ζώων με πλούσια πειραματική δραστηριότητα, που επέτρεψε τη συγκέντρωση και τη σύγκριση διαρκώς περισσότερων στοιχείων.
Στις αρχές του 20ού αι. όμως η νέα επιστήμη επισημαίνει τα όρια των θεωριών του Βουντ, οι οποίες είχαν κυριαρχήσει στις πρώτες έρευνες, και αποχτά ωριμότητα και αυτονομία με την επαναστατική συμβολή της ρωσικής αντικειμενικής ψ., της αμερικανικής σχολής της συμπεριφοράς (ή μπεχαβιορισμού), της γερμανικής μορφολογικής ψ. (Gestaltpsychologie) και των αντιλήψεων του Φρόυντ.
Οι Ρώσοι ψυχολόγοι αρνούνται τη σημασία της ενδοσκόπησης και των γεγονότων της συνείδησης και υποστηρίζουν ότι το μόνο αντικείμενο της ψυχολογικής έρευνας είναι οι αντιδράσεις των οργανισμών στους ερεθισμούς του εξωτερικού περιβάλλοντος, δηλαδή οι κινήσεις ή τα φαινόμενα που μπορούν να παρατηρηθούν αντικειμενικά. Η θέση αυτή, που ενισχύθηκε από τα πειράματα του Παβλόφ επί των ανακλαστικών, έγινε δεκτή και από την αμερικανική σχολή της συμπεριφοράς, της οποίας ο ιδρυτής Τζον Μπ. Ουάτσον, επιμένοντας στη σχέση μεταξύ ερεθισμού και αντίδρασης, υποστήριζε ότι στην ψ., όπως και στις άλλες εμπειρικές επιστήμες, ήταν δυνατές ασφαλείς προβλέψεις. Η αυστηρότητα αυτή χαλαρώθηκε αργότερα και η πρόβλεψη γίνεται τώρα ζήτημα στατιστικής πιθανότητας· η νεότερη αμερικανική ψ., μολονότι χρησιμοποιεί την αντικειμενική μέθοδο και τη μέθοδο της συμπεριφοράς, θέτει ως θεμέλιο της έρευνας τη μελέτη των ενεργειών με τις οποίες ο οργανισμός έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον. Οι Γερμανοί ψυχολόγοι αντίθετα προώθησαν την πολεμική εναντίον των θεωριών του συνειρμού και του ατομισμού της ψυχοφυσικής, ξεκινώντας από τις έρευνες του Κρίστιαν φον Έρενφελς επί των ιδιοτήτων της μορφής και τονίζοντας την αντίληψη ως ολότητα. Από τις προϋποθέσεις αυτές αναπτύχθηκε η ψ. της μορφής, κυρίως από τους Μαξ Βερτχάιμερ, Κουρτ Κόφκα και Βόλφγκανγκ Κέλερ, οι οποίοι επέμειναν στον διαρθρωτικό χαρακτήρα της μορφής, που επιτυγχάνεται με την άμεση αντίληψη της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των αισθητών δεδομένων. Σε επαφή με την αμερικανική ψ. της συμπεριφοράς, η θεωρία αυτή βρήκε πρωτότυπες ερμηνείες, μεταξύ των οποίων πρέπει να αναφερθεί η ερμηνεία του Κουρτ Λέβιν, που αποτελεί ένα συμβιβασμό μεταξύ ψ. της μορφής, μπεχαβιορισμού και ψυχανάλυσης. Στο μεταξύ, εναντίον της ψ. ως περιγραφικής επιστήμης αντιτάχθηκαν οι ψυχολογίες του βάθους και μεταξύ αυτών η ψυχανάλυση, που είναι η επικρατέστερή τους. Μετά την ανακάλυψη της ύπαρξης ασυνείδητων νοητικών γεγονότων, η ψυχανάλυση θέτει ως θεμέλιο της έρευνας όχι τόσο την αυθόρμητη συμπεριφορά ή εκείνη που ελέγχεται πειραματικά, όσο τα συμπτώματα που εκδηλώνονται με μορφή συμβόλων, ονείρων, συγκρούσεων και αντλεί από την ερμηνεία τους τις εξηγήσεις της συμπεριφοράς.
Καταμερισμός της νεότερης ψ. Όπως κάθε νεότερη επιστήμη, έτσι και η ψ., εξαιτίας των περίπλοκων προβλημάτων που αντιμετωπίζει, υποδιαιρείται κατά κανόνα σε κεφάλαια, που χωρίζονται με διάφορα κριτήρια: π.χ. ανάλογα με το ιδιαίτερο αντικείμενο που μελετούν, ανάλογα με τον σκοπό και τις μεθόδους που ακολουθεί η ίδια η μελέτη· έτσι μπορούμε να διακρίνουμε διάφορους κλάδους της ψ. που όλοι έχουν ίση επιστημονική αξία, αλλά διαφορετική σημασία ανάλογα με την οπτική γωνία αυτού που τις μελετά.
Η γενική ψ. εξετάζει αυτό που έχουν κοινό όλα τα έμψυχα όντα, παίρνοντας ως αντικείμενο μια αφαίρεση, που στην ουσία ισοδυναμεί με το πρωτότυπο των φυσιολογικών ενήλικων ατόμων.
Η διαφορική ψ. ενδιαφέρεται αντίθετα για τα ιδιαίτερα ψυχικά χαρακτηριστικά, που διακρίνουν διάφορες υποομάδες και μεμονωμένα άτομα. Η επιστημονική μελέτη των διαφορών μεταξύ των διαφόρων ατόμων αρχίζει από το τέλος του 19ου αι. με τις έρευνες του σερ Φράνσις Γκόλτον (1869), με την εφαρμογή των πρώτων ψυχολογικών τεστ (Τζ. Μ. Κ. Κατέλ, 1890), με τις μελέτες των Μπινέ και Ανρί (1895), που τις συνέχισε και τις συστηματοποίησε ο Ουίλιαμ Στερν (1900-21). Οι ομάδες μεταξύ των οποίων γίνονται οι συγκρίσεις μπορούν να διακρίνονται με εξωτερικά κριτήρια σχετικά απριοριστικά (είδος, φύλο, ηλικία, σχολική μόρφωση, επάγγελμα, τόπος καταγωγής) ή με εσωτερικά κριτήρια (νοητικό επίπεδο, τύπος χαρακτήρα, κατάσταση υγείας, τύπος ασθένειας). Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ισάριθμα κεφάλαια της διαφορικής ψ., που συχνά αποκτούν δική τους ονομασία και δική τους αυτονομία, όπως π.χ. η ψ. των ζώων, η ψ. της εξελικτικής ηλικίας, η γεωψυχολογία, η ψυχοπαθολογία κλπ.
Η διαφορική μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μπορεί να γίνει αναλυτικότερη με την εξέταση όλων εκείνων που αφορούν ένα μεμονωμένο άτομο παίρνοντάς το ως φορέα των ειδικών χαρακτηριστικών όλων των πολλαπλών κατηγοριών στις οποίες ανήκει. Η κλινική ψ., κατ’ αντίθεση προς την παθολογική ψ., μελετά, στον χώρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τις ειδικές περιπτώσεις, τόσο τις κανονικές όσο και τις παθολογικές.
Η μελέτη των διαδικασιών της ψυχικής ζωής περιορίζεται σε ό,τι αφορά το άτομο υπολογίζοντάς το, σαν να ήταν απομονωμένο από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του, αλλά συνεπάγεται την εξέταση του ατόμου σε συνεχή αλληλεπίδραση με τον κόσμο που το περιβάλλει. Μέσα στο περιβάλλον αυτό αποκτούν πρωτεύουσα αξία για τον άνθρωπο οι άλλοι άνθρωποι και γι’ αυτό η κοινωνική ψ. (βλέπε πιο κάτω: ψ. της ομάδας) μελετά τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τους ψυχολογικούς δυναμισμούς, που προέρχονται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων ατόμων. Ο κλάδος αυτός της ψ. που έχει πολλούς δεσμούς με τις πολιτικές, οικονομικές και ανθρωπολογικές επιστήμες, έγινε το κέντρο του ενδιαφέροντος πολλών διακεκριμένων ψυχολόγων και κοινωνιολόγων.
Οι αρχές και οι μέθοδοι της επιστημονικής ψ. χρησιμοποιούνται τώρα σε πολλούς τομείς της πρακτικής ζωής για κοινωνικά χρήσιμους σκοπούς και από εδώ ακριβώς γεννήθηκε μια εφαρμοσμένη ψ. ή ψυχοτεχνική, που έχει σκοπό τη μελέτη όλων των δυνατών εφαρμογών της ψ. στον χώρο της εργασίας, του σχολείου, των εγκληματολογικών προβλημάτων, των δικαστικών και των σωφρονιστικών (δικαστική ψ.), των προβλημάτων της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης κλπ. Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο κλάδος αυτός της ψ. μεταχειρίζονται μεθόδους μέτρησης και τρόπους που υπέδειξαν οι διάφοροι τομείς της επιστημονικής ψυχολογίας.
Ψ. της ομάδας. Λέγεται και ομαδική ή κοινωνική ψ. και εξετάζει, συχνά με κάπως διαφορετικούς σκοπούς και μεθόδους, την ομάδα που έχει δική της ψυχική ζωή ως ένα άτομο νέου είδους, που ακολουθεί νόμους διαφορετικούς από τους νόμους των ατόμων που την αποτελούν.
Η μελέτη της ψ. της ομάδας αφορά επίσης την κοινότητα των ζώων (μυρμηγκιών, μελισσών, ποιμνίων), κυρίως όμως τις ανθρώπινες ομάδες, τόσο για την εμφανή πρακτική σημασία τους, όσο και για το γεγονός ότι είναι ευκολότερη η προσέγγιση και κατανόησή τους. Η μελέτη αυτή γίνεται σε συγκλίνουσες γραμμές, που οδηγούν στην εξέταση ή της ομάδας στο σύνολό της ή των συστατικών μερών της. Στην πρώτη περίπτωση εξετάζεται η αυθόρμητη συμπεριφορά μεγάλων κοινοτήτων, που αναλύονται με ιστορικά, ανθρωπολογικά, κοινωνιολογικά κριτήρια (π.χ. τη μελέτη του εθνικού χαρακτήρα ή της κοινής γνώμης). Με την πειραματική έρευνα επί μικρών ομάδων, που υποβάλλονται σε τεχνητές συνθήκες, σε κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήρια με ειδικά όργανα πρόκλησης ερεθισμών και καταγραφής, μπορεί να γνωστούν οι τρόποι και οι νόμοι με τους οποίους γίνονται ορισμένες διαδικασίες (π.χ. μαθητεία, συλλογική εργασία). Με το δεύτερο κριτήριο αποκαλύπτονται, χάρη σε ειδικές διαδικασίες (π.χ. αντιδράσεις, ψυχολογικές συζητήσεις), ορισμένα ατομικά χαρακτηριστικά και διαπιστώνονται ή προβλέπονται οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των έτσι προικισμένων ατόμων (π.χ. εκτιμάται η προσωπικότητα των γονέων, που καθορίζει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ανατρέφονται τα παιδιά).
Η ψ. της ομάδας εξετάζει, στις προϋποθέσεις και στις συνέπειές της, τη συμπεριφορά που υιοθετεί η ομάδα είτε στο εσωτερικό της (π.χ. με τη λεγόμενη δυναμική της ομάδας) είτε απέναντι στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο που την περιβάλλει.
Κάθε συμπεριφορά και επομένως και η συμπεριφορά των ατόμων μέσα σε μια ομάδα ξεκινά από μια συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και από τη στάση που παίρνει απέναντί της. Η ύπαρξη της ομάδας επιβάλλει στο κάθε μέλος της να έχει συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο σαφή, της ψυχολογικής ύπαρξης των άλλων. Έτσι κάθε μέλος της ομάδας είναι συγχρόνως υποκείμενο και αντικείμενο της διαπροσωπικής αντίληψης. Αυτός ο τρόπος αντίληψης, σε σύγκριση με την αντίληψη των μη ανθρώπινων αντικειμένων, χαρακτηρίζεται από περισσότερο έντονη συναισθηματική αντίδραση: ευνοϊκή (π.χ. συμπάθεια) ή εχθρική, που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αντικειμενικότητα και την ορθότητά της. Συχνά επίσης η διαπροσωπική αντίληψη υφίσταται συστηματικές παραμορφώσεις εξαιτίας εθνικών προκαταλήψεων, όπως τα κοινωνικά στερεότυπα.
Η ομάδα για να συμπεριφέρεται ως ομάδα είναι αναγκαίο κάποιο είδος επικοινωνίας ιδεών και αισθημάτων μεταξύ των μελών της, μέσω κατάλληλων σημάτων. Στον δικό μας τύπο πολιτισμού –μολονότι η μιμική έκφραση κατορθώνει να μεταδώσει μερικές ψυχικές καταστάσεις– έχει ύψιστη σημασία η επικοινωνία μέσω της γλώσσας. Η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα μπορεί να είναι αμοιβαία, δηλαδή προς τις δύο κατευθύνσεις, ή μονόπλευρη. Οι επικοινωνίες του πρώτου τύπου έχουν μεγαλύτερη αξία, επειδή επιτρέπουν μια προσαρμογή και έναν έλεγχο ανάμεσα στο άτομο-πομπό και στο άτομο-δέκτη. Οι επικοινωνίες του δεύτερου τύπου είναι περισσότερο επισφαλείς στα αποτελέσματά τους, αλλά πολύ διαδεδομένες στη σύγχρονη κοινωνία χάρη στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Αντίληψη και επικοινωνία είναι προϋποθέσεις για περαιτέρω μορφές συμπεριφοράς της ομάδας, που γίνονται αισθητές έξω από αυτή και μέσα σε αυτή. Η εξωτερική συμπεριφορά εκδηλώνεται δημιουργικά π.χ. στην εργασία κατά ομάδες ή κατά τρόπο κάποτε καταστροφικό, στις περιπτώσεις πανικού ή οχλοκρατίας.
Η συμπεριφορά στο εσωτερικό της ομάδας μπορεί να της δώσει οριζόντια ή κάθετη διάρθρωση: μπορεί δηλαδή να υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητη κατανομή και αποδοχή ρόλων στην ιεραρχία της ομάδας ή σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας. Από τους ιεραρχικούς ρόλους, ο ρόλος του ηγέτη ενδιαφέρει ιδιαίτερα το κοινό γενικά και τους ψυχολόγους, οι οποίοι μελέτησαν τις γραμμές της προσωπικότητας που χαρακτηρίζουν τη μορφή του αρχηγού. Είναι όμως τόσο ποικίλοι οι τύποι του αρχηγού (π.χ. απολυταρχικός ή δημοκρατικός, τυπικός ή ουσιαστικός) και τόσο διαφορετικές οι ομάδες που υποτάσσονται σε αυτούς, ώστε οι μελέτες δεν έδωσαν μέχρι τώρα μια σταθερή ψυχολογική εικόνα χρήσιμη για να διακρίνονται, εκ των προτέρων, τα πρόσωπα που είναι κατάλληλα για ηγετικό ρόλο.
Η νεότερη ψ. μελέτησε εξάλλου τη γένεση των κοινωνικών συμπεριφορών και ρόλων που υπάρχουν στη ζωή της ομάδας. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν μερικά πρόσωπα στην προσπάθεια να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν τρόπο συμπεριφοράς, η μικρή διαπλαστική ικανότητα που έχουν μερικά οικογενειακά ή σχολικά περιβάλλοντα, οι διαφορές και οι συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών του κοινωνικού πολιτισμού μέσα στον οποίο έχει διαπλαστεί το άτομο και εκείνου στον οποίο ζει, μπορούν να οδηγήσουν σε αποκλίνουσες συμπεριφορές που θεωρούνται, από έναν ορισμένο τύπο κοινωνίας ή ως συμπτώματα ψυχικών νόσων ή ως πράξεις εγκληματικότητας.
Οι επιστημονικές γνώσεις της ψ. της ομάδας έχουν ευρύτατη εφαρμογή στους πιο διαφορετικούς τομείς: στη διακυβέρνηση ομάδων με την αντικειμενική εξέταση της κοινής γνώμης, με την ανάπτυξη μορφωτικού έργου μέσω του σχολείου και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Χρησιμοποιούνται επίσης για τη μεταβολή της στάσης ή της συμπεριφοράς απέναντι σε ορισμένους αντικειμενικούς σκοπούς (π.χ. στις εμπορικές διαφημίσεις και στην ιδεολογική προπαγάνδα), για τον συντονισμό και την αύξηση της αποδοτικότητας των εργατικών ομάδων, για τη βελτίωση της ψυχικής υγιεινής και την αναμορφωτική εκπαίδευση απροσάρμοστων ατόμων.
Ψυχολογία. Με τα κλασικά πειράματα που έκανε με χιμπαντζήδες, ο Καίλερ μελέτησε την «Einsicht», δηλαδή την αυθόρμητη αντίληψη κατάλληλων σχέσεων ωφέλιμων για τη δράση και διατύπωσε μια θεωρία για την ερμηνεία της λογικής συμπεριφοράς. Σημερινή αναπαράσταση του πειράματος: ο χιμπαντζής για να πάρει την κρεμασμένη μπανάνα αντιλαμβάνεται την ανάγκη να ανεβεί πάνω στο σκαμνί και να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι.
Ψυχολογία. Με τα κλασικά πειράματα που έκανε με χιμπαντζήδες, ο Καίλερ μελέτησε την «Einsicht», δηλαδή την αυθόρμητη αντίληψη κατάλληλων σχέσεων ωφέλιμων για τη δράση και διατύπωσε μια θεωρία για την ερμηνεία της λογικής συμπεριφοράς. Η ιστορική φωτογραφία του πειράματος: ο χιμπαντζής για να πάρει την κρεμασμένη μπανάνα αντιλαμβάνεται την ανάγκη να ανεβεί πάνω στο σκαμνί και να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι.
ΠΕΙΡΑΜΑ ΝΤΟΥΓΚΑΛ Το πείραμα του Μακ Ντούγκαλ σχετικά με τις ατομικές διαφορές που υπάρχουν στην αντίληψη των χρωμάτων: άτομα με κανονική αντίληψη των χρωμάτων ζωγραφίζουν τον παπαγάλο όπως στο (1)? άτομα, που διακρίνουν τις διαφορές μόνο ανάμεσα σε δύο χρώματα, διαλέγουν τυχαία ένα διαφορετικό χρώμα κάθε φορά που αντιλαμβάνονται μια διαφορά (2 και 3)? εκείνος, που ζωγράφισε τον παπαγάλο όπως στο (4), έχει αντίληψη χρωμάτων περιορισμένη στο κόκκινο, στο πράσινο και στο ροζ.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Κατά το Βερτχάιμερ, έναν από τους ιδρυτές της μορφολογικής ψυχολογίας (Gestaltpsychologie), οι νόμοι της μορφικής ενοποίησης στηρίζονται στην «αρχή της ομοιότητας». Εδώ, μερικά παραδείγματα: Α) μορφική ενοποίηση σύμφωνα με την αρχή της «ομοιότητας διάστασης»? Β) «ομοιότητα μορφής»? Γ) «ομοιότητα χρώματος»? Δ) «ομοιότητα θέσης»? Ε) «ομοιότητα προσανατολισμού στο χώρο».
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
* * *η, Ν1. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής συμπεριφοράς καθώς και τών συμπεριφορικών εκφάνσεων τής εμπειρίας στον άνθρωπο και στα ζώα, τη μελέτη και ερμηνεία τών ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών, καθώς και τών νόμων που τά διέπουν2. επιστημονικό ή σχολικό σύγγραμμα που πραγματεύεται τα θέματα αυτά3. το σχετικό μάθημα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα4. συνεκδ. η ψυχοσύνθεση, ο ψυχισμός ή η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου ή ενός συνόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologie (< ψυχή + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.